Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αίσθάνομαι τον

См. также в других словарях:

  • μνειώνομαι — (Μ) αισθάνομαι τον εαυτό μου μειωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ, συνδέεται πιθ. με μειοῦμαι «αισθάνομαι μειωμένος» και ίσως να έχει δεχθεί επίδραση από τα: μῆνις, μηνίω, μηνιῶ] …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • ηπιώ — ἠπιῶ, όω (Α) [ἡπιος] 1. αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρότερο, είμαι καλύτερα («ἠπίωσε τῷ σώματι», Ιπποκρ.) 2. παθ. ἠπιοῡμαι, όομαι γλυκαίνομαι, γαληνεύω («ἠπιοῡσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»