-
1 αισθάνομαι
(αόρ. αισθάνθηκα и ησθάνθην) 1. μετ.1) чувствовать, ощущать; испытывать;αισθάνομαι ψύχος (πείνα) — чувствовать холод (голод);
αισθάνομαι φόβο (χαρά) — испытывать страх (радость);
αισθάνομαι τό βλέμμα κάποιου επάνω μου — чувствовать на себе чей-л. взгляд;
2) чувствовать, понимать, сознавать;αισθάνομαι τό χρέος μου — сознавать свой долг;
2. αμετ.1) чувствовать себя;αισθάνομαι τον εαυτόν μου καλά (άσχημα) — хорошо (плохо) себя чувствовать;
2) быть в сознании, реагировать -
2 εαυτός
αντων. (обычно в сочет, с притяж. мест. μου, σου, του и т. д.):ο εαυτός μου (σου, του) — я (ты, он) сам;
του εαυτου μου (σου, του) — самому себе; — самого себя;
τον εαυτό[ν] μου (σου, του) — себя, самого себя;
ο πρώτος εχθρός σου — — είναι ο εαυτός σου — ты сам себе первый враг;
θαυμάζει αυτός εαυτόν — он восхищается собой;
δεν σέβεται τόνεαυτόν του — он сам себя не уважает;
ερχομαι στον εαυτό μου — или βρίσκω τον εαυτό μου — прийти в себя; — очухаться (прост.);
γίνομαι εκτός εαυτού — выходить из себя;
αίσθάνομαι τον εαυτό μου καλά — чувствовать себя хорошо;
αφ' εαυτού — по собственной инициативе, добровольно;
καθ' εαυτόν — про себя;
ομιλεί καθ' εαυτόν — он говорит про себя;
παρ' εαυτώ — у себя дома;
§ καθ' εαυτου — действительно, на самом деле;
αυτό καθ' εαυτό — само по себе
-
3 μόνος
η, ο[ν] 1.1) один, единственный;μόνη λύση — единственное решение;
μόνος μου (σου κ. λ. π.) — я (ты и т. д.) сам;
αυτη τη δουλιά ( — или την εργασία) την εκανα μόνος μου — я сделал эту работу один, сам;
τό κατάλαβε μόνος του — он понял это сам;
σκέψου το μόνος σου — подумай об этом сам;
2) один, одинокий;αίσθάνομαι τον εαυτόν μου μόνο — чувствовать себя одиноким;
μένω μόνος — оставаться одиноким;
η μητέρα και η αδελφή έμειναν εντελώς μόνες — мать и сестра остались совсем одни;
ενεργώ μόνος — действовать в одиночку;
§ μόνοι — наедине, одни;
πήγα από μόνος μου στο γάμο — я без приглашения пошёл на свадьбу;
κατά μόνας — один, наедине с самим собой;
ομιλώ κατά μόνας — разговаривать с самим собой;
εργάζεται κατά μόνας — он работает один, в одиночку;
2. (ο) одиночка -
4 επαισθανομαι
(fut. ἐπαισθήσομαι, aor. 2 ἐπῃσθόμην)1) чувствовать, воспринимать, ощущать (замечать, слышать и т.п.)(τινος Soph. и τι Aesch.)
τίνος φώνημα ἐπῃσθόμην ; Soph. — чей голос я услышал (= слышу)?;ἡσθέντα αὐτὸν ὡς ἐπῃσθόμην Eur. — когда я увидел, что он доволен;pass. — восприниматься, ощущаться Dem.2) узнавать(τὸν μόρον τινος Soph.)
ἐπῄσθετ΄ ἐκ θεοῦ καλούμενος Soph. — он понял, что его призвал бог -
5 καταισθανομαι
( ясно) замечать, узнавать -
6 αηδία
η1) неприятный вкус; 2) перен. безвкусица; 3) отвращение, брезгливость;αισθάνομαι αηδία όταν τον βλέπω — тошно смотреть на него;
σε βαθμό αηδίας — до отвращения;
4) пошлость, мерзость;§ καταντά αηδία — это уже противно
См. также в других словарях:
μνειώνομαι — (Μ) αισθάνομαι τον εαυτό μου μειωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ, συνδέεται πιθ. με μειοῦμαι «αισθάνομαι μειωμένος» και ίσως να έχει δεχθεί επίδραση από τα: μῆνις, μηνίω, μηνιῶ] … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
ηπιώ — ἠπιῶ, όω (Α) [ἡπιος] 1. αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρότερο, είμαι καλύτερα («ἠπίωσε τῷ σώματι», Ιπποκρ.) 2. παθ. ἠπιοῡμαι, όομαι γλυκαίνομαι, γαληνεύω («ἠπιοῡσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς», Φιλόδ.) … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek